τσαμπίρι

τσαμπίρι
το, Ν
βλ. τσάμπουρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσάμπουρο — και τσαμπούρι και τσαμπίρι, το, Ν [τσαμπί] 1. ο σκελετός τού βότρυος, το κοτσάνι τού τσαμπιού 2. φρ. «εσύ το σταφύλι και εγώ το τσάμπουρο» λέγεται σε κάποιον, όταν αυτός προσπαθεί να σφετεριστεί τα κέρδη κοινής επιχείρησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”